νοτιαρός
(επίθ.)
νοτιαρό
[notçaˈro]
Μαλακ., Φλογ.
Παραφθορά του αρχ. επιθ. νοτερός κατά το ουσ. νοτιά.
Βρεγμένος, υγρός
ό.π.τ.