νταβαρτζής
(ουσ. αρσ.)
νταβαρτζής
[davarˈdzis]
Τροχ.
Aπό το διαλεκτ. τουρκ. ουσ. davarcı = ιδιοκτήτης προβάτων ή κατσικιών, τσέλιγκας.
Εκτροφέας προβάτων