ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νότος (ουσ. αρσ.) νότος [ˈnotos] Ποτάμ., Σατ., Σινασσ., Φλογ. νόdος [ˈnodos] Τροχ. λότος [ˈlotos] Αραβ. λόdος [ˈlodos] Τροχ. λοdός [loʹdos] Σίλ. Θηλ. νότη [ˈnoti] Σινασσ. Aπό το αρχ. ουσ. νότος. Για την τροπή [n] > [l] πβ. νερό > λερό. Oι τύπ. με [d] αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. lodos = νότιος ή νοτιοανατολικός άνεμος (Kahane, Kahane & Tietze 1958: 547-548).
Νοτιάς, νότιος άνεμος ό.π.τ. : || Φρ. Γέναν νότος και ποριάς (Έγιναν νότος και βοριάς˙ σκορπίστηκαν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ούλα νώσαν την Νότη και τη Βοριά (Όλα σκόρπισαν στον Νότο και τον Βοριά˙ όλα χάθηκαν στους πέντε ανέμους) Σινασσ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Ασμ. Δεν σε φοβούμαι, κυρ βορεά, δεν σε φοβούμαι, νότος
Ένται τα σπίτια μου ψηλά κι άνδρας μου παλληκάρι.
(Δεν σε φοβάμαι, κυρ βοριά, δεν σε φοβάμε νοτιά
Είναι τα σπίτια μου ψηλά κι ο άντρας μου παλληκάρι)
Σινασσ. -Lag.
Ας τώκει νότος και βοριάς κι ας πελαλήσ’ το κύμα (Ας φυσήξει νοτιάς και βοριάς κι ας τρέξει το κύμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ325