ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νοΐσμπρο (επίρρ.) νοΐσμπρο [noˈizmbro] Φάρασ. Από την προθ. εν και το το επίρρ. εμπρός, όπου και τύπ. ομbρός, πβ. νεότ. επίρρ. ἐνέμπροστα και ἐνέμπροσθεν (Λεξ. Κριαρ., λ. ἐμπροστά, ἐνέμπροσθεν).
Εγκαίρως : Τα σταφύλε φτιάνκαν νοΐσμπρο (Τα σταφύλια έγιναν εγκαίρως) Φάρασ. -Ανδρ.