νοΐσμπρο
(επίρρ.)
νοΐσμπρο
[noˈizmbro]
Φάρασ.
Πιθ. από την προθ. εν και το το επίρρ. εμπρός, όπου και τύπ. ομbρό, πβ. νεότ. επίρρ. ἐνέμπροστα και ἐνέμπροσθεν (Λεξ. Κριαρ., λ. ἐμπροστά, ἐνέμπροσθεν).