νίψιμο
(ουσ. ουδ.)
νίψιμου
[ˈnipsimu]
Γούρδ., Μισθ.
νίψ̑ιμο
[ˈnipʃimo]
Αραβαν.
νίψ̑ιμα
[ˈnipʃima]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. νίψιμον.
Πλύσιμο
ό.π.τ.
:
Σέλ' νίψ̑ιμα τέκνους
(Θέλει πλύσιμο το παιδί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.