νισανλούς
(ουσ. αρσ.)
νισ̑ανλούς
[niʃan'lus]
Φάρασ.
νισ̑ανουλούς
[niʃanuˈlus]
Σίλ.
νίσαν-νι̂
[ˈnisanɯ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. nişanlı = μνηστήρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. nişanni (TSS, λ. nişanni).
Αρραβωνιαστικός
ό.π.τ.
:
Εκειανό το μέταπο τ’ γιάσε, «ιτό μέα qαρντάσ̑ι̂ μ’ το ν ισ̑ανι̂́ ’ναι
(Έγραψε στο μέτωπό της «αυτή είναι η αρραβωνιαστικιά του μεγάλου μου αδελφού»)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
σημαδεύω :1