ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νισανλούς (ουσ. αρσ.) νισ̑ανλούς [niʃan'lus] Φάρασ. νισ̑ανουλούς [niʃanuˈlus] Σίλ. νίσαν-νι̂ [ˈnisanɯ] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. nişanlı = μνηστήρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. nişanni (TSS, λ. nişanni).
Αρραβωνιαστικός ό.π.τ. : Εκειανό το μέταπο τ’ γιάσε, «ιτό μέα qαρντάσ̑ι̂ μ’ το ν ισ̑ανι̂́ ’ναι (Έγραψε στο μέτωπό της «αυτή είναι η αρραβωνιαστικιά του μεγάλου μου αδελφού») Ουλαγ. -Dawk. Συνών. σημαδεύω :1