ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νισεστές (ουσ. αρσ.) νισεστές [niseˈstes] Γούρδ. νισ̑εστές [niʃeˈstes] Φάρασ. νισ̑α̈στα̈́ς [niʃæˈstæs] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. nişasta (< περσ. nişāste)= άμυλο. Πβ. και ποντ. νισ̑α̈στόν.
Άμυλο ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 03/11/2024