νισεστές
(ουσ. αρσ.)
νισεστές
[niseˈstes]
Γούρδ.
νισ̑εστές
[niʃeˈstes]
Φάρασ.
νισ̑α̈στα̈́ς
[niʃæˈstæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. nişasta (< περσ. nişāste)= άμυλο. Πβ. και ποντ. νισ̑α̈στόν.
Άμυλο
ό.π.τ.