προσάλευρο
(ουσ.)
προσάλευρο
[proˈsalevro]
Φάρασ.
π'σάλευρο
[ˈpsalevro]
Αξ.
Από το προσ- και το ουσ. αλεύρι (θ. αλευρ-), με το παραγωγικό επίθμ. -ο και αναβιβασμό του τόνου ως ένδειξη σύνθεσης. Ο τύπ. π'σάλευρο με αποβ. του φων. [ο] και ακόλουθη απλοποίηση του συμπλέγματος [prs] > [ps]. Για την μεταβολή πβ. προσκέφαλο > πισκέφαλο, προσφορά > ψιφορά. Η λ. Πόντ.
1. Αλεύρι με το οποίο πλάσσουν τα φύλλα της ζύμης όταν τα ανοίγουν
Φάρασ.
2. Ξύλινο κουτί με αλεύρι για το πασπάλισμα της πινακωτής
Αξ., Μαλακ.