προσάλευρο
(ουσ.)
προσάλευρο
[proˈsalevro]
Φάρασ.
π'σάλευρο
[ˈpsalevro]
Αξ., Μαλακ.
Από το πρόθμ. προσ- και το ουσ. αλεύρι. Ο τύπ. π'σάλευρο με αποβ. του φων. [ο] και ακόλουθη απλοποίηση του συμπλέγματος [prs] > [ps]. Για την μεταβολή πβ. προσκέφαλο > πισκέφαλο, προσφορά > ψιφορά. Η λ. και Πόντ.
1. Αλεύρι με το οποίο πασπαλίζουν τα φύλλα της ζύμης κατά το άνοιγμα, νισεστές
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Σο σπίτιν του προσάλευρον ντζο ’χει, σης χώρας σο σπίτι κόφτει τουμάτσις
(Στο σπίτι του δεν έχει αλεύρι, στο ξένο σπίτι κόβει χυλοπίτες˙ Για όποιον επωφελείται από τα χρήματα ή τις προσπάθειες άλλων)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
2. Ξύλινο κουτί με αλεύρι για το πασπάλισμα της πινακωτής
Αξ., Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025