ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσάλευρο (ουσ.) προσάλευρο [proˈsalevro] Φάρασ. π'σάλευρο [ˈpsalevro] Αξ., Μαλακ. Από το πρόθμ. προσ- και το ουσ. αλεύρι. Ο τύπ. π'σάλευρο με αποβ. του φων. [ο] και ακόλουθη απλοποίηση του συμπλέγματος [prs] > [ps]. Για την μεταβολή πβ. προσκέφαλο > πισκέφαλο, προσφορά > ψιφορά. Η λ. και Πόντ.
1. Αλεύρι με το οποίο πασπαλίζουν τα φύλλα της ζύμης κατά το άνοιγμα, νισεστές Φάρασ. : || Παροιμ. Σο σπίτιν του προσάλευρον ντζο ’χει, σης χώρας σο σπίτι κόφτει τουμάτσις (Στο σπίτι του δεν έχει αλεύρι, στο ξένο σπίτι κόβει χυλοπίτες˙ Για όποιον επωφελείται από τα χρήματα ή τις προσπάθειες άλλων) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ.
2. Ξύλινο κουτί με αλεύρι για το πασπάλισμα της πινακωτής Αξ., Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025