προπαππούκας
(ουσ. αρσ.)
προπαππούκας
[propaˈpukas]
Φάρασ.
Πληθ.
προπαππούκτες
[propaˈpuktes]
Φάρασ.
Από το ουσ. πρόπαππος και το παραγωγ. επίθμ. -ούκας.
Προπάππους
Συνών.
πρόπαππος