προσκεφάλα
(ουσ. θηλ.)
προστσ̑έφα
[proˈstʃefa]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
πισκεφάλα
[pisceˈfala]
Σινασσ.
προσ̑κεφάλ'
[proʃceˈfal]
Φλογ.
προυσ̑έφα
[pruˈʃefa]
Τσουχούρ.
Πληθ.
πισ̑καλάες
[piʃkaˈlaes]
Αξ.
Από ένα αμάρτ. προσκεφάλα από το μεσν. προσκέφαλο (θ. προσκεφαλ-) με την προσθήκη του μεγεθ. επιθμ. -α. Ίσως στα Φάρασα ακολούθησε ανομοιωτική αποβολή της δεύτερης συλλαβής με [a]. Το πισ- ίσως να οφείλεται στο ότι αρχικά αναπτύχθηκε ένα [i] για λόγους ευφωνίας και στην συνέχεια, όταν αποβλήθηκε το άτονο [o], ακολούθησε και η αποβολή του [r] προς απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. ([pros>piros>pirs>pis]).
Προσκέφαλο, μαξιλάρι, μαξιλάρα
ό.π.τ.
:
Πήραμ' 'π' 'α στρώση, 'α γιοργάνι, τοσάτι, προστσέφα, τσαι 'π' 'α χαριένι να ψαίνουμ' φαΐ
(Πήραμε από ένα στρωσίδι, ένα πάπλωμα, στρώμα, μαξιλάρι, και από ένα καζάνι να ψήνουμε φαΐ.)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Θέκ' τα σην προυσ̑έφα σου 'πό 'πουκάτου
(Βάλε το κάτω από το μαξιλάρι σου)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Toυ τζ̑ο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσ̑άτσ̑ι τσαι σ̑ένει σην μπροστσ̑έφα
(Όποιος δεν βρίσκει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκεφάλι˙ Για όσους λόγω ισχύος παρεμβάλλονται και δεν αφήνουν τους άλλους να μιλήσουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιαστίκ, κεφαλόχειλο, προσκεφαλάδα, προσκεφαλάδι :1, προσκέφαλο