ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσκεφάλα (ουσ. θηλ.) προστσ̑έφα [proˈstʃefa] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. πισκεφάλα [pisceˈfala] Σινασσ. προσ̑κεφάλ' [proʃceˈfal] Φλογ. προυσ̑έφα [pruˈʃefa] Τσουχούρ. Πληθ. πισ̑καλάες [piʃkaˈlaes] Αξ. Από ένα αμάρτ. προσκεφάλα από το μεσν. προσκέφαλο (θ. προσκεφαλ-) με την προσθήκη του μεγεθ. επιθμ. . Ίσως στα Φάρασα ακολούθησε ανομοιωτική αποβολή της δεύτερης συλλαβής με [a]. Το πισ- ίσως να οφείλεται στο ότι αρχικά αναπτύχθηκε ένα [i] για λόγους ευφωνίας και στην συνέχεια, όταν αποβλήθηκε το άτονο [o], ακολούθησε και η αποβολή του [r] προς απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. ([pros>piros>pirs>pis]).
Προσκέφαλο, μαξιλάρι, μαξιλάρα ό.π.τ. : Πήραμ' 'π' 'α στρώση, 'α γιοργάνι, τοσάτι, προστσέφα, τσαι 'π' 'α χαριένι να ψαίνουμ' φαΐ (Πήραμε από ένα στρωσίδι, ένα πάπλωμα, στρώμα, μαξιλάρι, και από ένα καζάνι να ψήνουμε φαΐ.) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Θέκ' τα σην προυσ̑έφα σου 'πό 'πουκάτου (Βάλε το κάτω από το μαξιλάρι σου) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Toυ τζ̑ο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσ̑άτσ̑ι τσαι σ̑ένει σην μπροστσ̑έφα (Όποιος δεν βρίσκει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκεφάλι˙ Για όσους λόγω ισχύος παρεμβάλλονται και δεν αφήνουν τους άλλους να μιλήσουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαστίκ, κεφαλόχειλο, προσκεφαλάδα, προσκεφαλάδι :1, προσκέφαλο