πρόλι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
πρόλια
[ˈproʎa]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το βεν. ουσ. brogio / ιταλ. broglio = δολοπλοκία, εξαπάτηση, χειραγώση για την ανάληψη αξιώματος. Υπό τον τύπ. μπρόλι Λευκ. Νάξ. Νίσυρ. Χίος Θήρ. Πβ. και ρ. μπρολιάζω Πόντ.
Ραδιουργία
:
|| Φρ.
Βάζω πρόλια
(Βάζω ραδιουργία˙ Εξερεθίζω, δίνω το έναυσμα για κάτι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.