ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προγιαστό (ουσ. ουδ.) προγιαστό [proʝaˈsto] Τελμ. Από αμάρτ. επίθ. προαγιαστός = προηγιασμένος άρτος, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. προαγιασ- του μεταγν. ρ. προαγιάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Πρόσφορο : Παπάς δεν το πήρεν το προγιαστό (Ο παπάς δεν το πήρε το πρόσφορο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κουλουρόπο, λειτουργία, προσφορά