προγιαστό
(ουσ. ουδ.)
προγιαστό
[proʝaˈsto]
Τελμ.
Από αμάρτ. επίθ. προαγιαστός = προηγιασμένος άρτος, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. προαγιασ- του μεταγν. ρ. προαγιάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Πρόσφορο
:
Παπάς δεν το πήρεν το προγιαστό
(Ο παπάς δεν το πήρε το πρόσφορο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κουλουρόπο, λειτουργία, προσφορά