πριν
(σύνδ.)
πριν
[prin]
Σίλ.
πιρ
[pir]
Σίλ.
bιρ
[bir]
Σίλ.
bίρι
[ˈbiri]
Σίλ.
πουρ
[pur]
Φλογ.
πιν
[pin]
Σίλ.
Από τον αρχ. σύνδ. πρίν. To πιρ από το μεσν. πρι (< πριν με επανανάλυση στη φρ. πριν να [prin-na > prinna > pri-na]) με μετάθ. του [r]. Το bίρι ίσως με ανάπτ. ευφων. [i] στην φρ. bιρ να. Το πιν ίσως από το πριν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ.