πριν
(σύνδ.)
πριν
[prin]
Σίλ.
πιρ
[pir]
Σίλ.
μπιρ
[bir]
Σίλ.
μπίρι
[ˈbiri]
Σίλ.
πουρ
[pur]
Τροχ., Φλογ.
μπουρ
[bur]
Τροχ.
πιν
[pin]
Σίλ.
Από τον αρχ. σύνδ. πρίν. To πιρ από το μεσν. πρι (< πριν με επανανάλυση στην φρ. πριν να [prin-na > prinna > pri-na]) με μετάθ. του [r]. Το μπίρι ίσως με ανάπτ. ευφων. [i] στην φρ. μπιρ να. Το πιν ίσως από το πριν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ.
Προτού
ό.π.τ.
:
Κ̒ουγιουμτζ̑ής πριν να νάρτει, 'εναίκα του φορών̑ιτι
(Πριν φτάσει ο χρυσοχόος, η γυναίκα του ντύνεται)
Σίλ.
-Dawk.
Μπουρ να πάρουμ'
(Πριν να πάρουμε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Πουρ να πας στα πρόβατα κονdά, να ’ενούν τέρια τα πρόβατά σ’
(Προτού να πας κοντά στα πρόβατα, θα γίνουν τα πρόβατά σου πέτρες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
όποτε :3, πιρμή :1, πριχού, προτού :1
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025