ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πριν (σύνδ.) πριν [prin] Σίλ. πιρ [pir] Σίλ. μπιρ [bir] Σίλ. μπίρι [ˈbiri] Σίλ. πουρ [pur] Τροχ., Φλογ. μπουρ [bur] Τροχ. πιν [pin] Σίλ. Από τον αρχ. σύνδ. πρίν. To πιρ από το μεσν. πρι (< πριν με επανανάλυση στην φρ. πριν να [prin-na > prinna > pri-na]) με μετάθ. του [r]. Το μπίρι ίσως με ανάπτ. ευφων. [i] στην φρ. μπιρ να. Το πιν ίσως από το πριν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ.
Προτού ό.π.τ. : Κ̒ουγιουμτζ̑ής πριν να νάρτει, 'εναίκα του φορών̑ιτι (Πριν φτάσει ο χρυσοχόος, η γυναίκα του ντύνεται) Σίλ. -Dawk. Μπουρ να πάρουμ' (Πριν να πάρουμε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Πουρ να πας στα πρόβατα κονdά, να ’ενούν τέρια τα πρόβατά σ’ (Προτού να πας κοντά στα πρόβατα, θα γίνουν τα πρόβατά σου πέτρες) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. όποτε :3, πιρμή :1, πριχού, προτού :1
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025