ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πριν (σύνδ.) πριν [prin] Σίλ. πιρ [pir] Σίλ. bιρ [bir] Σίλ. bίρι [ˈbiri] Σίλ. πουρ [pur] Φλογ. πιν [pin] Σίλ. Από τον αρχ. σύνδ. πρίν. To πιρ από το μεσν. πρι (< πριν με επανανάλυση στη φρ. πριν να [prin-na > prinna > pri-na]) με μετάθ. του [r]. Το bίρι ίσως με ανάπτ. ευφων. [i] στην φρ. bιρ να. Το πιν ίσως από το πριν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ.
Προτού ό.π.τ. : Κ̒ουγιουμτζ̑ής πριν να νάρτει, 'εναίκα του φορών̑ιτι (Πριν φτάσει ο χρυσοχόος, η γυναίκα του ντύνεται) Σίλ. -Dawk. Συνών. όποτε, πιρμή, πριχού, προτού