ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πράσο (ουσ.) πράσου [ˈprasu] Σίλ. Θηλ. πράσα [ˈprasa] Φάρασ. πράξα [ˈpraksa] Μισθ. Αρχ. ουσ. πράσον. Ο τύπ. θηλ. πράσα με μεταπλ. βάσει του πληθ.· ο μεταπλ. ήδη νεότ.
Το βρώσιμο λαχανικό Άλλιον το αμπελόπρασον (Allium ampeloprasum), κοινώς πράσο ό.π.τ. : Γίνισκάν μας ψωμιά, πράξις, λάχανα, ζεϊτίνια (Μας έδιναν ψωμιά, πράσα, λάχανα, ελιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.