πρέπω
(ρ.)
πρέπω
[ˈprepo]
Ποτάμ., Φάρασ.
γ' Εν.
πρέπει
[ˈprepi]
Σινασσ., Φάρασ.
πρέπ'
[prep]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ.
πρέφτει
[ˈprefti]
Φάρασ.
Παρατατ.
έπρεφκε
[ˈeprefce]
Φάρασ.
πρεφτίνκε
[preˈftince]
Φάρασ.
Παθ. γ' Πληθ.
πρέπουνdαι
[ˈprepunde]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. πρέπω-πρέπει (στις σημ. 1 και 2). Η σημ. 3 μέσω της Κοινής ΝΕ. Οι τύπ. με -φτ- αναλογ. προς άλλα χειλικόληκτα (κόφτω, ράφτω κλπ) με βάση τον αόρ.
1. Αρμόζω σε κάποιον, ταιριάζω
Τζαλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Αdέ το φσ̑όκ-κο πρέπει σε μένα
(Αυτό το αγόρι μου αρμόζει (να το έχω κοντά μου ως βασιλιάς που είμαι))
Φάρασ.
-Dawk.
Πρέφτει με να ’ινώ 'γώ ο τσουφαλάς σο μεντζιλίσι
(Μου αρμόζει να γίνω εγώ ο επικεφαλής στην συνέλευση)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ετά σ' εμέ δεν πρέπουνdαι
(Αυτά σε μένα δεν ταιριάζουν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Νυφούλα μου να σ' έπρεπεν αυτή η φορεσιά σου
Σήκωσε το χεράκι σου και κάνε το σταυρό σου (Νυφούλα μου πόσο σου ταίριαζε αυτή η φορεσιά σου,
σήκωσε το χεράκι σου και κάνε το σταυρό σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Σήκωσε το χεράκι σου και κάνε το σταυρό σου (Νυφούλα μου πόσο σου ταίριαζε αυτή η φορεσιά σου,
σήκωσε το χεράκι σου και κάνε το σταυρό σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
2. Απρόσ., αρμόζει, επιβάλλεται
ό.π.τ.
:
Πρέπ' να πάμ' στο χωριό τ' να τον σκοτώσωμε, γιατί αν το μάθουν κι άλλοι, ύστερα γλυτωμό δεν έχομ'
(Πρέπει να πάμε σοτ χωριό του να τον σκοτώσουμε (τον άνθρωπο που ξέρει την δρακοσπηλιά μας), γιατί, αν το μάθουν κι άλλοι (άνθρωποι), μετά γλυτωμό δεν έχουμε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα τέκνα μας 'νηκι εικοσ̑'πένdι χρονού, πρέπ' να τα βλοΐσουμι
(Τα παιδιά έγινα 25 ετών, πρέπει να τα παντρέψουμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήρτε το παγάρτζικο, του λένdι Πάσχας, ο ταρός τζαι πρέφκε να φσαχτεί Πάσχα
(Ήρθε η μέρα των αζύμων, που την λένε Πάσχα, και έπρεπε να γίνει η θυσία του Πάσχα)
Φάρασ.
-Lag.
E 'δεφός, πρεφτίνκε να με τα ειπείς χτες το βράδυ
(Ε αδελφέ, έπρεπε να μου το πεις χτες το βράδυ)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Πρέφτει σε ν’ τα δώσ’ με τη μία σα δύο του τα τζουφάλε
(Πρέπει να τον χτυπήσεις με τη μία και στα δύο του τα κεφάλια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Πρέπει να ξενιτεύω κι ασ' τα βάσανα να κλαίγω
(Πρέπει να ξενιτευτώ κι απ'τα βάσανα να κλαίω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιακουστίζω :1
3. Συμπεραίνεται βάσιμα, εκτιμάται
Μισθ.
:
Ντε πρέπ' να αgλάτσι τίποτα νταρά
(Δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα τώρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Φαίνομαι ωραίος