προκυνηστέρης
(ουσ. αρσ.)
προσ̑τζ̑υνηστέρης
[proʃdʒiniˈsteris]
Φάρασ.
Από το ρ. προσκυνώ και αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -στέρης (π.χ. θεριστέρης).
Προσκυνητής