αντερί
(ουσ.)
ενdερί
[endeˈri]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
αdερί
[adeˈri]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ.
αdαρί
[adaˈri]
Μισθ.
ανdέρι
[anˈderi]
Τζαλ., Φλογ.
ιdέρι
[iˈderi]
Φάρασ.
ιτέρι
[iˈteri]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
γιτέρι
[ʝiˈteri]
Φάρασ., Φκόσ.
ντι-έρι
[diˈeri]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. entari (< αραβ. ˁantarī) = μακρύ ριχτό ένδυμα, αντερί, όπου και διαλεκτ. τύπ. enteri, anteri. Ο τύπ. αdαρί ήδη νεότ. (Mackridge 2021, λ. ανταρί).
1. Γυναικείο ένδυμα μακρύ με μακριά μανίκια
Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
:
Νύφ' πάλε μαίνισ̑κεν απεσωνού το σπίτ', βγάλλισ̑κεν το ενdερί τ' και φόρ'νεν το τολαμά τ'
(Η νύφη πάλι έμπαινε μέσα στο σπίτι, έβγαζε το αντερί της και φόραγε τον ντουλαμά της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εγώνα με το ενdερί παντρεύτα
(Εγώ παντρεύτηκα με το αντερί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Σαν την είδες και την ξεύρεις πες με τι φορεί
Σαλί σάλβαρι φορούσε πράσιν' αdερί ((Αφού την είδες και την ξέρεις πες μου τι φορεί
Κίτρινο σαλβάρι φορούσε και πράσινο αντερί)) Σινασσ. -Αρχέλ. Πβ. αμαζόνα
Σαλί σάλβαρι φορούσε πράσιν' αdερί ((Αφού την είδες και την ξέρεις πες μου τι φορεί
Κίτρινο σαλβάρι φορούσε και πράσινο αντερί)) Σινασσ. -Αρχέλ. Πβ. αμαζόνα
2. Βαμβακερό ανδρικό εξωτερικό πουκάμισο με δύο σιρίτια κάθετα στο στήθος, μακρύ ως το γόνατο και υφασμένο στο χωριό
Μισθ., Ποτάμ.
:
Φόρεσκεν ένα ενdερί και άνοιξέν το το πανάφτερο έτσι, κι εγώ έδωσά το φασόλια το πανάφτερό του
(Φόραγε (ενν. ο Αγ. Χαράλαμπος) ένα αντερί και σήκωσε τις άκρες του έτσι, κι εγώ ἐριξα τα φασόλια στις άκρες του)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Oγώ φόρουσα αdαρί· ήτανε σκιστό απεδώ κι απεδώ
(Εγώ φορούσα ανταρί· ήταν σκιστό απ' εδώ κι απ' εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πβ.
γκοβισλίκα
3. Παντελόνι
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
Καdέβασι το ντι-έρι του
(Κατέβασε το παντελόνι του)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ήρταν δυό ναίκες να qοράσ'νε ανdέρια
(Ήρθαν δύο γυναίκες να αγοράσουνε παντελόνια)
Φλογ.
-Dawk.
Ηύρε τ' αλτούνε, έβγκαλεν ντο το ιτέριν ντου, έμασέν ντα
(Βρήκε τα κομμάτια χρυσού, έβγαλε το παντελόνι του, (μέσα σε αυτό) τα μάζεψε)
Φάρασ.
-Dawk.
Λητεύτα το ιτέρι μο το βρακοζώνι
(Δέθηκε το παντελόνι με την βρακοζώνη)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ370
Πβ.
ποτούρ
4. Εσώρουχο, βρακί
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Aν κάμι ναίκα, σωστού να ράψει α ιτέρι τσ̑αι α ιμάτι, ο Πάσκαζ 'α νάρτει τσ̑αι 'α δεβεί
(Μια κακή γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, το Πάσχα θα έχει έρθει και θα περάσει˙ για τις κακές νοικοκυρές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βρακί