ανοιχτήρι
(ουσ. ουδ.)
ανοιχτήρ'
[aniˈxtir]
Τσαρικ.
ανεχτήρ'
[aneˈxtir]
Μαλακ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
αναχτήρι
[anaˈxtiri]
Μαλακ., Σινασσ.
αναχτήρ'
[anaˈxtir]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
αναχτσ̑ήρ'
[anaxˈtʃir]
Αραβαν., Τελμ.
ανοιχτάρ'
[aniˈxtar]
Φάρασ.
'ναχτήρι
[naˈxtiri]
Αφσάρ., Φκόσ.
'ναχτάρ’
[naˈxtar]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀνοικτήριον. Ο τύπ. ανοιχτάρ’ από μεσν. ἀνοικτάριον. Οι τύπ. αναχτ- αντιδάν. μέσω του τουρκ. anahtar < ανοιχτήρι ή ανοιχτάρι.
1. Κλειδί
ό.π.τ.
:
Μανdαλιού τ’ αναχτήρ’
(Το κλειδί του μάνταλου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Του 'κκλεσ̌άς το αναχτσ̑ήρ'
(Το κλειδί της εκκλησίας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Και πήρεν ασ' το χαμαμτζ̑ή τ’ αναχτήρια. και σο χαμάμ κανείς δε σέμεν
(Και πήρε από τον λουτράρη τα κλειδιά, και στο λουτρό δεν έμπαινε κανείς)
Φλογ.
-Dawk.
Εκτέτε ντώκεν ντ’ αναχτήρια, ντώκεν ντα το κορίτσ̑' […] Το κορίτσ̑' άνοιξεν, τράν’σεν τα σπίτια ούλα
(Μετά έδωσε τα κλειδιά, τα έδωσε στο κορίτσι […] Το κορίτσι άνοιξε και κοίταξε όλα τα σπίτια)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Αναχτηριού το τ͑υρπί
(η τρύπα του κλειδιού˙ η κλειδαρότρυπα)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Ασμ.
Παρακαλώ σε Παναγιά, προσκυνούμεν σε Θέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' αναχτήρια 'ντάμα,
ν' ανοίξουμε Χριστού το θύρ' να ζιούμε μέσα τι έσ̑' ((Σε παρακαλώ Παναγιά, σε προσκυνούμε Θεέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' ανοιχτήρια μαζί,
ν' ανοίξουμε την πόρτα του Χριστού να δούμε μέσα τι έχει)) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. γλώσσα, κλειδί
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' αναχτήρια 'ντάμα,
ν' ανοίξουμε Χριστού το θύρ' να ζιούμε μέσα τι έσ̑' ((Σε παρακαλώ Παναγιά, σε προσκυνούμε Θεέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' ανοιχτήρια μαζί,
ν' ανοίξουμε την πόρτα του Χριστού να δούμε μέσα τι έχει)) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. γλώσσα, κλειδί
2. Στρόφιγγα
Αφσάρ.