ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανξιούζης (επίθ.) ανξούζης [aŋˈksuzis] Φάρασ. ανξ̑ούζ [aŋˈkʃuz] Μισθ. ονξ̑ούζ [oŋˈkʃuz] Μισθ. Θηλ. ανξούζα [aŋˈksuza] Φάρασ. Ουδ. ανξούζι [aŋˈksuzi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. ansız = α) ανυπάκουος, αγενής, άτακτος β) ξεδιάντροπος γ) ανόητος, χαζός. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Αναστασιάδη (1980: 84) από το τουρκ. επίθ. aksi = α) ανάποδος, αντίθετος β) ανάποδος, άτυχος γ) ανάποδος, με κακό χαρακτήρα.
1. Χαζός Μισθ. : Τι γκιαλαdζεύεις ισύ, ρε ονξ̑ούζ; (Τι μιλάς εσύ, βρε ηλίθιε;) Μισθ. -Κοτσαν. Εbέ, ονξούζ̑α, λέ', χαϊρσούζα, λέ' (Βρε ηλίθιοι λέει, ακαμάτηδες λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αβανάκος, λαφρός :3
2. Στρυφνός, ανάποδος Φάρασ. Συνών. διαστραμμένος, κερατάρης :3, λέπρος, τέρσης