ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άνοιξη (ουσ. θηλ.) άνοιξη [ˈaniksi] Ανακ., Σατ., Φάρασ. άνοιξ̑η [ˈanikʃi] Αραβαν. άνοιξ' [ˈaniks] Μισθ. νάνοιξ' [ˈnaniks] Μισθ. νένοιξ̑' [ˈnenikʃ] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ. νένεξ̑' [ˈnenekʃ] Αξ. Από το αρχ. ουσ. ἄνοιξις. Ο τύπ. άνοιξη μεσν. Οι τύπ. νάνοιξ' και νένοιξ' με ανάπτυξη αρκτ. [n] από μετατόπιση ορίου μορφήματος σε συνεκφ. με την αιτ. του οριστ. άρθρ.
1. Άνοιξη, μία εκ των τεσσάρων εποχών του χρόνου ό.π.τ. : 'ν' άνοιξ', σπέριξαμ' (Την άνοιξη σπέρναμε) Ανακ. ’τόν έρτουμ’ νένοιξ’ να σπείρουμ’ τα κ’σάρια τσι τα ρόβια (Όταν μπούμε στην άνοιξη, να σπείρουμε τα κριθάρια και τις ρόβες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σέμεν τ' νένεξ̑' (Μπήκε η άνοιξη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας βγουμ' νένοιξ' να ρανήεις τίαλ' να μποίκου (Ας βγούμε έξω την άνοιξη, να δεις πώς θα το κάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μπαχάρι
2. Καλοκαίρι, σε όσες περιοχές της Καππαδοκίας υπήρχαν μόνο 3 εποχές Σατ., Σεμέντρ., Φάρασ. : || Παροιμ. Ό μεγός σα μη ζεσταθεί την άνοιξη, το σ̑ειμό το χαριένι τζ̑ο βράζει (Το μυαλό αν δεν ζεσταθεί το καλοκαίρι, τον χειμώνα το καζάνι δεν βράζει˙ αν δεν προνοήσει κανείς το καλοκαίρι, τον χειμώνα δεν θα έχει προμήθειες) -Λουκ.Λουκ. Συνών. θέρος, καλοκαίρι