ανλαντίζω
(ρ.)
ανλαdι̂́ζω
[anlaˈdɯzo]
Αραβαν.
ανgλανdίζω
[aŋglanˈdizo]
Αξ., Τελμ.
ανgλανdίζου
[aŋglaˈdizu]
Μαλακ.
ανgλαΐζου
[aŋglaˈizu]
Μισθ.
αγναdίζω
[aɣnaˈdizo]
Φερτάκ.
αγνατίζω
[aɣnaˈtizo]
Μαλακ., Ποτάμ., Φάρασ.
αγναdούζω
[aɣnaˈduzo]
Σεμέντρ.
ανλαdώ
[anlaˈdo]
Σίλ.
ανgλαdώ
[aŋglaˈdο]
Αξ., Φλογ.
αγκλατώ
[aglaˈto]
Αραβαν.
αγνατώ
[aɣnaˈto]
Φάρασ.
αγναdού
[aɣnaˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
ανgλάντ'σα
[aŋˈgladsa]
Μαλακ., Μισθ.
αγνάτισα
[aˈɣnatisa]
Ποτάμ.
αγνάτ'σα
[aˈɣnatsa]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. anlamak (αόρ. anlandı) = εννοώ, καταλαβαίνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. agnamak και ağnamak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. ρ. ἀγναντίζω = εξηγώ (Mackridge 2021: 99). Πβ. και αγναεύω Πόντ., αγνατού Λιβύσσ., αγνατίζω Κύπρ.
Καταλαβαίνω
ό.π.τ.
:
Eκείνο το Γκιουλλιζάρ άλλο να το ανλανdι̂́σ̑' και να έρτσ̑ει 'ντάμα σ'
(Εκείνη η Τριανταφυλλιά θα το καταλάβει πια, και θα έρθει μαζί σου)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ανgνάντ'σεν ντο το είνdαι γιαμπανdζ̑ήγε
(Τους κατάλαβε ότι είναι ξένοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αγνάτσεν ντέ να έρτ'
(Κατάλαβε ότι δεν θα έρθει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όζαμαν αγνάτ'σ̑αν ντο, ντο ήτον Χριστός εφένdης
(Τότε το κατάλαβαν, ότι ήταν ο Κύριος ο Χριστός)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ανgλάτ'σιν gι τα πράματά τ' ικείνου τα πήριν
(Κατάλαβε ότι τα πράγματά του εκείνος τα πήρε)
Μαλακ.
-Dawk.
Ήτανε δυό συννύφτσες· η μία ανgλάντιζε από την κακιά ώρα και η άλλη δεν ξεύρισκε
(Ήτανε δυο συννυφάδες· η μία καταλάβαινε πότε ήταν η κακιά ώρα και η άλλη δεν ήξερε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ισ̑ύ εττά τα λες τα λόγια τ' είνdαι, εγώ ένα σ̑έι δεν ανgλάτ'σα
(Τι είναι αυτά τα λόγια που λες, εγώ καθόλου δεν κατάλαβα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να μι λές μισιώτικα, ανgλαΐζου
(Να μου μιλάς μιστιώτικα, καταλαβαίνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ατά ανακρουζιέδι δαρά, ανgλαΐζ' ένα σ̑έ', ανgλαΐζ';
(Αυτή ακούει (και καταγράφει) εκεί, καταλαβαίνει τίποτα, καταλαβαίνει;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτό δεν ανgλαΐζ', είπα σι απ' Πάτρα 'νι ’το
(Αυτός δεν καταλαβαίνει, σου είπα από την Πάτρα είναι αυτός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντέν ντου ανgλαΐζου, ζορμονώ, ρε!
(Δεν το καταλαβαίνω, ξεχνάω, ρε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Γιαγνίσ̑α το αγνάτισες, δεβρέδια παραγροίκησες
((Λάθος το κατάλαβες, στραβά παράκουσες)) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. γροικώ :1, μαθαίνω :4
((Λάθος το κατάλαβες, στραβά παράκουσες)) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. γροικώ :1, μαθαίνω :4