ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαχάρι (II) (ουσ.) μπαχάρ' [baˈxar] Τελμ. παχάρ' [paˈxar] Φάρασ. παχάρι [paˈxari] Σατ., Φάρασ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. bahar = άνοιξη, απώτερα ομόρρ. με το αρχ. ελλ. ἔαρ. Η λ. και Ρόδ.
Άνοιξη ό.π.τ. : Ό,τι και νι το μπαχάρ νίσκεται (Ό,τι και να συμβεί, η άνοιξη έρχεται) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. 'α 'πομείν' το παχάρι, 'α 'πομείν' την άνοιξη, 'α 'πομείν' το μαθόπωρο· το σ̑ειμό πού 'α υπάς; 'α κωσ', 'α κωσ' πάλι σε μας 'α νάρτεις (Θα κάνεις υπομονή την άνοιξη, θα κάνεις το καλοκαίρι, θα κάνεις το φθινόπωρο· τον χειμώνα πού θα πας;˙ Για εκείνους που εγκατέλειπαν τους φίλους τους, αλλά σε ώρα ανάγκης τους επιζητούσαν πάλι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του τζόχει γιάδι, το παχάρι τζ̑ο κατέχειτα (Όποιος δεν έχει αγελάδι, δεν ξέρει τι είναι άνοιξη˙ Για τα κτηνοτροφικά αγαθά) Φάρασ. -Καρολ. Συνών. άνοιξη