μπεγκίρι
(ουσ. ουδ.)
μπεϊgίρι
[beiˈɟiri]
Φάρασ.
πεϊκίρι
[peiˈciri]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μπεgίρ'
[beˈɟir]
Αξ.
μπεΐρ'
[beˈir]
Τελμ.
μπετζ̑ίρ'
[beˈdʒir]
Τσαρικ.
μπεγίρ'
[beˈʝir]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. beygir = α) άλογο β) υποζύγιο, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. begir, bêgir (THADS, λ. begir).
1. Αρσενικό, βαρβάτο άλογο
ό.π.τ.
:
Παίρουν ένα μπεΐρ' και ντϋσἐκ̑κ̑’
(Παίρνουν ένα άλογο κι ένα δισάκκι)
Τελμ.
-Dawk.
Του ταυρίνκ͑ιν του πεϊκιρού το γ̇ιβάρι ο τ͑σ̑ιράχους
(Ο υπηρέτης που τραβούσε το καπίστρι του αλόγου)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Του θωρείς το πεϊκίρι είνι το 'μόν
(Το άλογο που βλέπεις είναι δικό μου)
Φάρασ.
-Bağr.
Έζιψιν το πεϊκίρι σον αραπά
(Έζεψε το άλογο στην άμαξα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Πήραν τα τον τσ̑ινgα̈να̈́ τσ̑αι γαλίτσ̑ιψαν τα 'ς αν πεϊκίρι πάνου
(Πήραν τον τσιγγάνο και τον έβαλαν καβάλα πάνω σε ένα άλογο)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Τα μπεγίρια, τα χτσ̑ηνά, τα βόδια εκεί βοσκόσαν
(Τα άλογα, οι αγελάδες, τα βόδια εκεί βοσκούσαν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ261
Πβ.
αϊγίρι