ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαχάρι (I) (ουσ. ουδ.) μπαχάρ' [baˈxar] Αραβαν., Μισθ. Από το τουρκ. (<αραβ.) ουσ. bahar = μπαχαρικό.
Μπαχαρικό, καρύκευμα ό.π.τ. : Ένα γιόρος ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαν μπαχάρια (Μια γριά κουβάλαγε ωραία φαγητά, μύριζαν μπαχαρικά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.