μπαχάρι (I)
(ουσ. ουδ.)
μπαχάρ'
[baˈxar]
Αραβαν., Μισθ.
Από το τουρκ. (<αραβ.) ουσ. bahar = μπαχαρικό.
Μπαχαρικό, καρύκευμα
ό.π.τ.
:
Ένα γιόρος ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαν μπαχάρια
(Μια γριά κουβάλαγε ωραία φαγητά, μύριζαν μπαχαρικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.