μπατζακλαντίζω
(ρ.)
μπατζακλαdίζω
[badzaklaˈdizo]
Μαλακ.
Από το ουσ. μπατζάκι και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. ή από τουρκ. διαλεκτ. ρ. bacaklanmak = για ζώο, μεγαλώνω, επιμηκύνομαι (THADS, λ. bacaklanmak).
Κάνω μεγάλες δρασκελιές
Συνών.
διασκελίζω