ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαχαλού (επίθ.) μπαχαλού [baxaˈlu] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. μπαχαλούμ [baxaˈlum] Τροχ. μπαχαλι̂́ [baxaˈlɯ] Μισθ. παχαλού [paxaˈlu] Τροχ., Φλογ. Πληθ. παχαλούδια [paxaˈluðʝa] Τροχ. Από το τουρκ. επίθ. pahalı = ακριβός, όπου και διαλεκτ. τύπ. bahalu.
1. Ακριβός ό.π.τ. : Μπαχαλού φαΐ (Έδεσμα με ακριβά υλικά) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Ιτό μπαχαλού φαΐ 'ναι, λέ' (Αυτό είναι ακριβό φαγητό λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δου τσ̑αμάαμ' τσ̑όουν μπαχαλού (Το μοσχοσίταρο ήταν ακριβό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παχαλούδια τα σ̑άνει αλλά τα σ̑άνει σι̂́χλια σίχλια (Tα κάνει ακριβά, αλλά τα φτιάχνει σφιχτά σφιχτά, ενν. τα υφάσματα) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Αντίθ ουτζούζ :1, φτηνός
2. Ασύμφορος Μισθ.