μπαχαλού
(επίθ.)
μπαχαλού
[baxaˈlu]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
μπαχαλούμ
[baxaˈlum]
Τροχ.
μπαχαλι̂́
[baxaˈlɯ]
Μισθ.
παχαλού
[paxaˈlu]
Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
παχαλούδια
[paxaˈluðʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. pahalı = ακριβός, όπου και διαλεκτ. τύπ. bahalu.
1. Ακριβός
ό.π.τ.
:
Μπαχαλού φαΐ
(Έδεσμα με ακριβά υλικά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Ιτό μπαχαλού φαΐ 'ναι, λέ'
(Αυτό είναι ακριβό φαγητό λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δου τσ̑αμάαμ' τσ̑όουν μπαχαλού
(Το μοσχοσίταρο ήταν ακριβό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παχαλούδια τα σ̑άνει αλλά τα σ̑άνει σι̂́χλια σίχλια
(Tα κάνει ακριβά, αλλά τα φτιάχνει σφιχτά σφιχτά, ενν. τα υφάσματα)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Αντίθ
ουτζούζ :1, φτηνός
2. Ασύμφορος
Μισθ.