ουτζούζ
(επίθ.)
ουτζ̑ούζ
[uˈdʒuz]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
ουτζούζια
[uˈdzuzʝa]
Σίλ.
ουτζούγια
[uˈdzuʝa]
Σίλ.
'τζούζια
[ˈdzuzʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. ucuz = φθηνός.
1. Ως επίθ., φθηνός
ό.π.τ.
:
Ουτζ̑ούζ ντου ηύρα τσι 'γόρασα ντου
(Το βρήκα φθηνό και το αγόρασα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απού 'ρώ πιο ουτζούγια ήτανε
(Aπό 'δώ πιο φτηνά ήτανε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Να ντoυ ντώκει λίου ουτζ̑ούζ, να ντου 'γοράσου ήdουν ούλου
(Αν το έδινε λίγο πιο φθηνό, θα το αγόραζα όλο)
Μισθ.
-Φατ.
Ντου μπαστουρμάς τσόουν ουτζ̑ούζ γιοχσά μπαχαλι̂́;
(Ο παστουρμάς ήταν φθηνός ή ακριβός;)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
φτηνός
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025