ουτζούζ
(ουσ.,επίθ.)
ουτζ̑ούζ
[uˈdʒuz]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
ουτζούζια
[uˈdzuzʝa]
Σίλ.
ουτζούγια
[uˈdzuʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. ucuz = φθηνός.
1. Ως επίθ., φθηνός
ό.π.τ.
:
Ουτζ̑ούζ ντου ηύρα τσι 'γόρασα ντου
(Φτηνό το βρήκα και το αγόρασα )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απού ‘ρω πιο ουτζούγια ήτανε
(Aπό 'δώ πιο φτηνά ήτανε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Να ντoυ ντώκει λίγου ουτζούζ, να ντου 'γοράσου ήdουν ούλου
(Αν το έδινε λίγο πιο φτηνό, θα το αγόραζα όλο)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
φτηνός
2. Ως ουσ., φθήνια
Μισθ.