ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουτζούζ (επίθ.) ουτζ̑ούζ [uˈdʒuz] Μαλακ., Μισθ. Πληθ. ουτζούζια [uˈdzuzʝa] Σίλ. ουτζούγια [uˈdzuʝa] Σίλ. 'τζούζια [ˈdzuzʝa] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. ucuz = φθηνός.
1. Ως επίθ., φθηνός ό.π.τ. : Ουτζ̑ούζ ντου ηύρα τσι 'γόρασα ντου (Το βρήκα φθηνό και το αγόρασα) Μισθ. -Κοτσαν. Απού 'ρώ πιο ουτζούγια ήτανε (Aπό 'δώ πιο φτηνά ήτανε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Να ντoυ ντώκει λίου ουτζ̑ούζ, να ντου 'γοράσου ήdουν ούλου (Αν το έδινε λίγο πιο φθηνό, θα το αγόραζα όλο) Μισθ. -Φατ. Ντου μπαστουρμάς τσόουν ουτζ̑ούζ γιοχσά μπαχαλι̂́; (Ο παστουρμάς ήταν φθηνός ή ακριβός;) Μισθ. -Φατ. Συνών. φτηνός
2. Ως ουσ., φθήνια Μισθ. Αντίθ κνιπία
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025