ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτηνός (επίθ.) φτηνός [ftiˈnos] Σινασσ., Φάρασ. Aπό το μεσν. επίθ. φτηνός < αρχ. εὐθηνός.
Φθηνός ό.π.τ. : 'γώ έχω καόν γκαι φτηνόν κοτσ̑ί (Εγώ έχω καλό και φτηνό σιτάρι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ουτζούζ
Τροποποιήθηκε: 04/09/2024