φτηνός
(επίθ.)
φτηνός
[ftiˈnos]
Σινασσ., Φάρασ.
Aπό το μεσν. επίθ. φτηνός < αρχ. εὐθηνός.
Φθηνός
ό.π.τ.
:
'γώ έχω καόν γκαι φτηνόν κοτσ̑ί
(Εγώ έχω καλό και φτηνό σιτάρι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ουτζούζ