φτιάχνω
(ρ.)
φτένω
[ˈfteno]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
φτσ̑άω
[ˈftʃao]
Τελμ.
φκιάνω
[ˈfcano]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
φτσ̑άνου
[ˈftʃanu]
Σίλ.
θιάνω
['θçanο]
Ποτάμ., Σινασσ.
δάζω
[ˈðazo]
Γούρδ.
Παρατατ.
φτένκα
[ˈftenka]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. εὐθειάζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω. Σχετικά με τον τύπ. δάζω βλ. τη σχετική συζήτηση στο ΙΛΝΕ, λ. διάγω.
1. Δημιουργώ, παράγω
ό.π.τ.
:
Δε φτένει μαχτσούλι το χώμαδεν
(Δεν παράγει σοδειά το χώμα (ενν. γιατί είναι άγονο))
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Φτσ̑άνου νιούγου όργου
(Φτιάχνω λίγο νήμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Φτσ̑άγει τέκνα
(Κάνει παιδιά˙ Γεννά παιδιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Ο Θεός σως την ευίτσα, τα ολετεγα φτένει τα καρδία τσ̑αι τα καρφία πέτεγα
(Ο Θεός ως την αυγή τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα˙ Ως παρηγορητικός λόγος για να μην απελπιζόμαστε σε δύσκολες καταστάσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ισιάζω, κρούω, ποίκω, σάνω
2. Κάνω, πραγματοποιώ κάτι, καταβάλλω προσπάθειες για να επιτύχω ένα έργο
ό.π.τ.
:
Βαρή γιορτή έν' αύριο, γάλια όργο θωρείτ', γάλια όργο φκιάϊτ'
(Μεγάλη γιορτή είναι αύριο, μην και σκεφτείτε κάποια δουλειά, μην και κάνετε κάποια δουλειά)
Ανακ.
-Cost.
Άμα ήρτεν αλιπήκα, πιάσεν το και να το παγοdήσ̑’ ήτονε. και αλιπήκα είπεν, «μη με πογοdάς, και εγώ θιάνω σε καλό»
(όταν η αλεπού ήρθε, την έπιασε και επρόκειτο να την πνίξει, και η αλεπού είπε «μη με πνίγεις, εγὠ θα σου κάνω καλό» )
Ποτάμ.
-Dawk.
Αλλαγνιάς δεν το θιάνω
(Άλλη φορά δεν το (ξανα)κάνω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Φτένκινι άβι σα ρουσ̑ία
(Πήγαινε για κυνήγι στα βουνά)
Αφσάρ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ο νομάτ' σ' αχ̇ίλιν ντοθ κορά φτένει τ' όργον ντου
(Ο άνθρωπος κατά το μυαλό του κάνει τη δουλειά του˙ Το αποτέλσμα μιά εργασίας εξαρτάται από τη σύνεση του ανθρώπου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Του λυκ' το γουργούρ' έν' παχύ γιατί θιάν' το όργο τ' μοναχός το
(Ο λαιμός του λύκου είναι χοντρός επειδή τις δουλειές του τις κάνει μόνος του˙ Αν θέλουμε να προκόβουμε, να μην εμπιστευόμαστε σε άλλους τις υποθέσεις μας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
3. Κάνω, διοργανώνω
ό.π.τ.
:
Φτσ̑άνουσ̑ι ένα γκαινούρη γάμου του σταχτητζ̑ή, κι σέκνει του τουν ντόπουν ντου
(Κάνουν έναν καινούργιο γάμο στον πωλητή στάχτης και τον βάζει στη θέση του)
Σίλ.
-Dawk.
Φκιάισ̑καν χρονίσματα
(Έκαναν ετήσια μνημόσυνα με αρτοκλασία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Στέρου φερίνκαμε τον παπά, φτένκε αεσμός, κονdάνκε τζ̑αι σο φσ̑όκκο αεσμός
(Ύστερα φέρναμε τον παπά, έκανε αγιασμό, ράντιζε και το νεογέννητο με αγιασμό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
4. Επιφέρω σε κάποιον κάτι, προξενώ
:
'γώ σας ζαράρι τζ̑ο φτένω
(Εγώ σε εσάς ζημιά δεν κάνω)
Φάρασ.
-Dawk.
Μη κατζ̑εύ' τσ̑αι τίπως τζ̑ο φτένουν σε
(Μη μιλάς και τίποτα δε θα σου κάνουν)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Φτσ̑άνου ναζάρι
(Προξενώ κακό μάτι, ματιάζω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Μη μη ‘υρέφ' καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι
(Μην γυρεύεις καλοσύνη εκεί που κάνεις κακό˙ Για την μνησικακία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
5. Σε ρηματικές εκφράσεις, αντί μονολεκτικού ρήματος
ό.π.τ.
:
Φτσ̑άνου του σταυρό μου
(Κάνω τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μεράχ̇ι μη φτέν'
(Μην κάνεις μεράκι, μην στενοχωριέσαι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Φτένω βάτι
(Κάνω διαταγή, διατάζω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Γιαρντίμιν φτένει
(Κάνει βοήθεια, βοηθά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
6. Μεταβάλλω την κατάσταση προσώπου ή πράγματος
:
|| Φρ.
Το καdζ̑ί του δύο τζ̑ο φτένει τα
(Τον λόγο του δεν τον κάνει δύο˙ Για ανθρώπους που πραγματοποιούν ό,τι υπόσχονται ή ό,τι αποφασίσουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
7. Στο γ΄ εν., για καιρικά φαινόμενα
:
Φτσ̑άνει πολύ κίρυο
(Κάνει πολύ κρύο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
8. Προσποιούμαι, συμπεριφερομαι σαν να έχω μιά ιδιότητα
:
|| Φρ.
Μο 'ς χώτας το gετσ̑έ φτένεις το χουβαρντά
(Με την ξένη σακκούλα κάνεις τον γενναιόδωρο˙ Για όσους ξοδεύουν τα χρήματα άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.