ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτιάχνω (ρ.) φτένω [ˈfteno] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. φτσ̑άω [ˈftʃao] Τελμ. φκιάνω [ˈfcano] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. φτσ̑άνου [ˈftʃanu] Σίλ. θιάνω ['θçanο] Ποτάμ., Σινασσ. δάζω [ˈðazo] Γούρδ. Παρατατ. φτένκα [ˈftenka] Αφσάρ., Φάρασ. Από το μεσν. ρ. εὐθειάζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω. Σχετικά με τον τύπ. δάζω βλ. τη σχετική συζήτηση στο ΙΛΝΕ, λ. διάγω.
1. Δημιουργώ, παράγω ό.π.τ. : Δε φτένει μαχτσούλι το χώμαδεν (Δεν παράγει σοδειά το χώμα (ενν. γιατί είναι άγονο)) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Φτσ̑άνου νιούγου όργου (Φτιάχνω λίγο νήμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Φτσ̑άγει τέκνα (Κάνει παιδιά˙ Γεννά παιδιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Ο Θεός σως την ευίτσα, τα ολετεγα φτένει τα καρδία τσ̑αι τα καρφία πέτεγα (Ο Θεός ως την αυγή τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα˙ Ως παρηγορητικός λόγος για να μην απελπιζόμαστε σε δύσκολες καταστάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ισιάζω, κρούω, ποίκω, σάνω
2. Κάνω, πραγματοποιώ κάτι, καταβάλλω προσπάθειες για να επιτύχω ένα έργο ό.π.τ. : Βαρή γιορτή έν' αύριο, γάλια όργο θωρείτ', γάλια όργο φκιάϊτ' (Μεγάλη γιορτή είναι αύριο, μην και σκεφτείτε κάποια δουλειά, μην και κάνετε κάποια δουλειά) Ανακ. -Cost. Άμα ήρτεν αλιπήκα, πιάσεν το και να το παγοdήσ̑’ ήτονε. και αλιπήκα είπεν, «μη με πογοdάς, και εγώ θιάνω σε καλό» (όταν η αλεπού ήρθε, την έπιασε και επρόκειτο να την πνίξει, και η αλεπού είπε «μη με πνίγεις, εγὠ θα σου κάνω καλό» ) Ποτάμ. -Dawk. Αλλαγνιάς δεν το θιάνω (Άλλη φορά δεν το (ξανα)κάνω) Σινασσ. -Αρχέλ. Φτένκινι άβι σα ρουσ̑ία (Πήγαινε για κυνήγι στα βουνά) Αφσάρ. -Dawk. || Φρ. Ο νομάτ' σ' αχ̇ίλιν ντοθ κορά φτένει τ' όργον ντου (Ο άνθρωπος κατά το μυαλό του κάνει τη δουλειά του˙ Το αποτέλσμα μιά εργασίας εξαρτάται από τη σύνεση του ανθρώπου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Του λυκ' το γουργούρ' έν' παχύ γιατί θιάν' το όργο τ' μοναχός το (Ο λαιμός του λύκου είναι χοντρός επειδή τις δουλειές του τις κάνει μόνος του˙ Αν θέλουμε να προκόβουμε, να μην εμπιστευόμαστε σε άλλους τις υποθέσεις μας) Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Κάνω, διοργανώνω ό.π.τ. : Φτσ̑άνουσ̑ι ένα γκαινούρη γάμου του σταχτητζ̑ή, κι σέκνει του τουν ντόπουν ντου (Κάνουν έναν καινούργιο γάμο στον πωλητή στάχτης και τον βάζει στη θέση του) Σίλ. -Dawk. Φκιάισ̑καν χρονίσματα (Έκαναν ετήσια μνημόσυνα με αρτοκλασία) Ανακ. -Κωστ.Α. Στέρου φερίνκαμε τον παπά, φτένκε αεσμός, κονdάνκε τζ̑αι σο φσ̑όκκο αεσμός (Ύστερα φέρναμε τον παπά, έκανε αγιασμό, ράντιζε και το νεογέννητο με αγιασμό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
4. Επιφέρω σε κάποιον κάτι, προξενώ : 'γώ σας ζαράρι τζ̑ο φτένω (Εγώ σε εσάς ζημιά δεν κάνω) Φάρασ. -Dawk. Μη κατζ̑εύ' τσ̑αι τίπως τζ̑ο φτένουν σε (Μη μιλάς και τίποτα δε θα σου κάνουν) Φάρασ. -Αναστασ. Φτσ̑άνου ναζάρι (Προξενώ κακό μάτι, ματιάζω) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Μη μη ‘υρέφ' καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι (Μην γυρεύεις καλοσύνη εκεί που κάνεις κακό˙ Για την μνησικακία) Φάρασ. -Παπαδ.
5. Σε ρηματικές εκφράσεις, αντί μονολεκτικού ρήματος ό.π.τ. : Φτσ̑άνου του σταυρό μου (Κάνω τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μεράχ̇ι μη φτέν' (Μην κάνεις μεράκι, μην στενοχωριέσαι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Φτένω βάτι (Κάνω διαταγή, διατάζω) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γιαρντίμιν φτένει (Κάνει βοήθεια, βοηθά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
6. Μεταβάλλω την κατάσταση προσώπου ή πράγματος : || Φρ. Το καdζ̑ί του δύο τζ̑ο φτένει τα (Τον λόγο του δεν τον κάνει δύο˙ Για ανθρώπους που πραγματοποιούν ό,τι υπόσχονται ή ό,τι αποφασίσουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
7. Στο γ΄ εν., για καιρικά φαινόμενα : Φτσ̑άνει πολύ κίρυο (Κάνει πολύ κρύο) Σίλ. -Κωστ.Σ.
8. Προσποιούμαι, συμπεριφερομαι σαν να έχω μιά ιδιότητα : || Φρ. Μο 'ς χώτας το gετσ̑έ φτένεις το χουβαρντά (Με την ξένη σακκούλα κάνεις τον γενναιόδωρο˙ Για όσους ξοδεύουν τα χρήματα άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Συνών. ποίκω, ισιάζω