ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτυάρι (ουσ. ουδ.) φκυάρι [ˈfcari] Σινασσ. φκυάρ' [fcar] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. φι̂κάρ' [fɯˈkar] Φλογ. φκυέρ' [fcer] Σινασσ., Φερτάκ. φτσ̑άρ' [ftʃar] Μισθ. φτσ̑έρ' [ftʃer] Αραβαν. φτσέρ' [ftser] Γούρδ. Πληθ. φτυάρια [ˈftçarʝa] Ανακ., Μισθ. φκυάρια [ˈfcarʝa] Αξ., Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. φτυάρι < μεταγν. πτυάριον (υποκορ. του αρχ. ουσ. πτύον).
Φτυάρι ό.π.τ. : Τσειάγα τσ̑όδουν ντου φτσ̑άρ' (Εκεί ήταν το φτυάρι ) Μισθ. -Κοτσαν. Γιάρνταναμ’ μι α κατσίνια, γιάρνταναμ’ μι α φτσ̑άρια, βγάλιξαμ’ χώμα (Σκάβαμε με τις αξίνες, σκάβαμε με τα φτυάρια βγάζαμε χώμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίρισ̑καμ'φτυάρια ν’ ανοίξουμ' το στράτες (Παίρναμε φτυάρια για να ανοίξουμε τους δρόμους (ενν. από το χιόνι)) Ανακ. -Cost. Αν ντοϊστιζαν, ούλου μι α ντεκράνια μι α φτυάρια ήδαν (Αν μάλωναν, όλο με τα δικράνια, με τα φτυάρια ήταν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εμέ κι εσέ το φκυάρ' ας μας χωρίσ' (Εμένα κι εσένα το φτυάρι, δηλ. ο θάνατος, ας μας χωρίσει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ό,τι η βρώμα και το φκυάρ' (Όση η βρωμιά και το φτυάρι˙ Οι φαύλοι συναναναστρέφονται ανθρώπους ίδιας ποιότητας) Σινασσ. -Αρχέλ. Με το φκυαρ' σο μύτα τ’ δε μονά γιετισ̑τίεις (Με το φτυάρι δεν μπορείς να φτάσεις τη μύτη σου˙ Για τους υπερόπτες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Συνών. κουρέκι