φτυάρι
(ουσ. ουδ.)
φκυάρι
[ˈfcari]
Σινασσ.
φκυάρ'
[fcar]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
φι̂κάρ'
[fɯˈkar]
Φλογ.
φκυέρ'
[fcer]
Σινασσ., Φερτάκ.
φτσ̑άρ'
[ftʃar]
Μισθ.
φτσ̑έρ'
[ftʃer]
Αραβαν.
φτσέρ'
[ftser]
Γούρδ.
Πληθ.
φτυάρια
[ˈftçarʝa]
Ανακ., Μισθ.
φκυάρια
[ˈfcarʝa]
Αξ., Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. φτυάρι < μεταγν. πτυάριον (υποκορ. του αρχ. ουσ. πτύον).
Φτυάρι
ό.π.τ.
:
Τσειάγα τσ̑όδουν ντου φτσ̑άρ'
(Εκεί ήταν το φτυάρι )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιάρνταναμ’ μι α κατσίνια, γιάρνταναμ’ μι α φτσ̑άρια, βγάλιξαμ’ χώμα
(Σκάβαμε με τις αξίνες, σκάβαμε με τα φτυάρια βγάζαμε χώμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Παίρισ̑καμ'φτυάρια ν’ ανοίξουμ' το στράτες
(Παίρναμε φτυάρια για να ανοίξουμε τους δρόμους (ενν. από το χιόνι))
Ανακ.
-Cost.
Αν ντοϊστιζαν, ούλου μι α ντεκράνια μι α φτυάρια ήδαν
(Αν μάλωναν, όλο με τα δικράνια, με τα φτυάρια ήταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εμέ κι εσέ το φκυάρ' ας μας χωρίσ'
(Εμένα κι εσένα το φτυάρι, δηλ. ο θάνατος, ας μας χωρίσει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ό,τι η βρώμα και το φκυάρ'
(Όση η βρωμιά και το φτυάρι˙ Οι φαύλοι συναναναστρέφονται ανθρώπους ίδιας ποιότητας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Με το φκυαρ' σο μύτα τ’ δε μονά γιετισ̑τίεις
(Με το φτυάρι δεν μπορείς να φτάσεις τη μύτη σου˙ Για τους υπερόπτες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κουρέκι