φύλαγμα
(ουσ. ουδ.)
φύλαγμα
[ˈfilaɣma]
Φερτάκ.
φύαγμα
[ˈfiaɣma]
Μαλακ.
φύλεγμα
[ˈfileɣma]
Μαλακ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. φύλαγμα. Για την πολυτυπία, βλ. ρ. φυλάω όπου και τύπ. φυάκνω και φυλέκνω.
1. Φύλαξη, επιτήρηση ή προστασία προσώπου ή πράγματος
Μαλακ.
:
Τσολιού το φύλεγμα
(Η φύλαξη του ρούχου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
φυλάγνημα :1