ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φύλαγμα (ουσ. ουδ.) φύλαγμα [ˈfilaɣma] Φερτάκ. φύαγμα [ˈfiaɣma] Μαλακ. φύλεγμα [ˈfileɣma] Μαλακ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. φύλαγμα. Για την πολυτυπία, βλ. ρ. φυλάω όπου και τύπ. φυάκνω και φυλέκνω.
1. Φύλαξη, επιτήρηση ή προστασία προσώπου ή πράγματος Μαλακ. : Τσολιού το φύλεγμα (Η φύλαξη του ρούχου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. φυλάγνημα :1
2. Ξενύχτημα Φερτάκ. : Ντο ολΰ ντο φύλαγμα (το ξενύχτημα του νεκρού) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. φυλάγω