φυλλαγί
(ουσ. ουδ.)
φυλλαγί
[filaˈʝi]
Αξ.
Από το ουσ. φυλλάδα, όπου και τύπ. φυλλάγια , και το παραγωγ. επίθμ. -ίδι , με κατοπινή αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ð] (φυλλαγίδι > %iφυλλαγίι > φυλλαγί).
Χρακτηρισμός για ό,τι μοιάζει με ψιλό φύλλο, φυλλαράκι
Αξ.
:
Το σαπών’ πόμ’νιν ένα φυλλαγί
(το σαπούνι (ενν. έλιωσε και) απόμεινε ένα φυλλαράκι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ψιχίδι