ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυλλαγί (ουσ. ουδ.) φυλλαγί [filaˈʝi] Αξ. Από το ουσ. φυλλάδα, όπου και τύπ. φυλλάγια , και το παραγωγ. επίθμ. -ίδι , με κατοπινή αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ð] (φυλλαγίδι > %iφυλλαγίι > φυλλαγί).
Χρακτηρισμός για ό,τι μοιάζει με ψιλό φύλλο, φυλλαράκι Αξ. : Το σαπών’ πόμ’νιν ένα φυλλαγί (το σαπούνι (ενν. έλιωσε και) απόμεινε ένα φυλλαράκι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ψιχίδι