ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυλλάδα (ουσ. θηλ.) φυλλάδα [fiˈlaða] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. φυλλάγια [fiˈlaʝa] Αξ. φυλλάdα [fiˈlada] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. φυλλάρα [fiˈlara] Αραβαν., Γούρδ. Μεσν. ουσ. φυλλάδα, το οπ. από το αρχ. ουσ. φυλλάς = φύλλωμα.
1. Φυλλάδα, λαϊκό βιβλίο Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. : 'ποτέ τό διεβάζισκεν, έπεσεν ασ' τό δέντρο ένα ρόιδι επάνω στη φυλλάδα τ ’ και σευτύς η φυλλάδα αλτινάσεν (Καθώς το διάβαζε, έπεσε από το δέντρο ένα ρόδι πάνω στην φυλλάδα του, και αμέσως η φυλλάδα κοκκίνισε) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Αλφαβητάρι του γραμματοδιδασκαλείου Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. : Ψάλε εσύ το μάχεμα σ’ ασ' φυλλάγια σ’ (Διάβασε το μάθημα από το αλφαβητάρι σου) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλφαβητάρι :1
3. Ψυχοχάρτι, φυλλάδιο στο οπ. καταγράφονται τα ονομάτων ζώντων και νεκρών για να μνημονευθούν Ανακ., Αξ. : Τ’ χαμέν’ τ’ φυλλάγια (Το ψυχοχάρτι των πεθαμένων) Αξ. -Μαυροχ. Γράφισκαν τα ονόματα ση φυλλάδα (Έγραφαν τα ονόματα στο ψυχοχάρτι) Ανακ. -ΙΛΝΕ Συνών. μερίδα