φυλλάδα
(ουσ. θηλ.)
φυλλάδα
[fiˈlaða]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
φυλλάγια
[fiˈlaʝa]
Αξ.
φυλλάdα
[fiˈlada]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
φυλλάρα
[fiˈlara]
Αραβαν., Γούρδ.
Μεσν. ουσ. φυλλάδα, το οπ. από το αρχ. ουσ. φυλλάς ‘φύλλωμα’.
1. Φυλλάδα, λαϊκό βιβλίο
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
'ποτέ τό διεβάζισκεν, έπεσεν ας τό δέντρο ένα ρόίδι επάνω στή φυλλάδα τ ’ και σευτύς ή φυλλάδα αλτινάσεν
(Καθώς το διάβαζε, έπεσε από το δέντρο ένα ρόδι πάνω στη φυλλάδα του, και αμέσως η φυλλάδα κοκκίνισε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Το αλφαβητάρι του γραμματοδιδασκαλείου
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
:
Ψάλε εσύ το μάχεμα σ’ ας φυλλάγια σ’
(Διάβασε το μάθημα από το αλφαβητάρι σου)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αλφαβητάρι :1
3. Ψυχοχάρτι, το φυλλάδιο στο οπ. καταγράφονται τα ονομάτων ζώντων και νεκρών για να μνημονευτούν
Ανακ., Αξ.
:
Τ’ χαμέν’ τ’φυλλάγια
(Το ψυχοχάρτι των πεθαμένων)
Αξ.
-Μαυροχ.
Γράφισκαν τα ονόματα ση φυλλάδα
(Έγραφαν τα ονόματα στο ψυχοχάρτι)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
μερίδα