ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυσερό (ουσ. ουδ.) φυσερό [fiseˈro] Γούρδ. φουσερό [fuseˈro] Ανακ. Νεότ. ουσ. φυσερό, το οπ. από το αρχ. ρ. φυσῶ και το παραγωγ. επίθμ. -ερό. Για τον τύπ. φουσερό, βλ. λ. φυσώ όπου και τύπ. φουσώ.
1. Φυσερό Γούρδ. Συνών. μηχάνι
2. Μακριά σκούπα από φτερά για το σβήσιμο των κεριών Ανακ.