φυσερό
(ουσ. ουδ.)
φυσερό
[fiseˈro]
Γούρδ.
φουσερό
[fuseˈro]
Ανακ.
Νεότ. ουσ. φυσερό, το οπ. από το αρχ. ρ. φυσῶ και το παραγωγ. επίθμ. -ερό. Για τον τύπ. φουσερό, βλ. λ. φυσώ όπου και τύπ. φουσώ.
2. Μακριά σκούπα από φτερά για το σβήσιμο των κεριών
Ανακ.