ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυτρώνω (ρ.) φυτρώνω [fiˈtrono] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Φλογ. φυτρώνου [fiˈtronu] Δίλ., Μισθ., Φάρασ. Αόρ. εφύτρωσα [eˈfitrosa] Τελμ. φύτρωσα [ˈfitrosa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. Μεσν. ρ. φυτρώνω, το οπ. από το μεσν. ουσ. φύτρον = φυτό και το παραγωγ. επίθμ. -όω > -ώνω. Η σημ. ‘τελειώνω’ ως μεταφρ. δάν. από το τουρκ. bitmek = α) τελειώνω β) φυτρώνω.
1. Αμτ., για φυτό, φυτρώνω, βλασταίνω ό.π.τ. : Και του πουλιδιού τ’ όιμα τ’ άχ’σεν ντον ντόπο, εφύτρωσεν ένα μεϊβά (Και εκεί που χύθηκε το αίμα του πουλιού, φύτρωσε ένα οπωροφόρο δέντρο) Τελμ. -Dawk. Σ’ φιλάν το ιβουνί απάνω φυτρών' 'να χορτάρ’ (Στο τάδε το βουνό πάνω φυτρώνει το χορτάρι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το βγαίγ̇’ όλιος τον τόπος, χορτάρ’ δε φυτρών’ (Στον τόπο όπου βγαίνει ήλιος, χορτάρι δεν φυτρώνει) Δίλ. -Κωστ.Μ. Σαράντα μέρες να κουβαλέλεις νερό με την μπούκα σ' και να πιάσει φύλλα να φυτρώσει (Σαράντα μέρες να κουβαλάς νερό με το στόμα σου και να βγάλει φύλλα να βλαστήσει· ) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ντε σ’ εσπείραμ’, γιατσ̑ί φύτρωσες (Δεν σε σπείραμε, γιατί φύτρωσες˙ Όταν κάποιος εμφανίζεται απρόσκλητος σε μιά συζήτηση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Ινσάνος το ντε χαζλανdίζ’ το χορτάρι, στο κεφάλι τ’ απάνω φυτρών’ (Το χόρτο που δεν αρέσει του ανθρώπου, στο κεφάλι του απάνω φυτρώνε˙ Λέγεται στην περίπτωση που κάποιος έχει να αντιμετωπίσει κάτι δυσάρεστο, παρά τις συστηματικές προσπάθειές του να το αποφύγει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. τιουραΐζω, φυλλώνω :1
2. Γενικότ., μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, εμφανίζομαι ό.π.τ. : Μαυτά τουν κι απ’ αυτά τουν φύτρωναν (Μόνοι τους μεγάλωσαν) Ανακ. -Cost. Ντου κάψιμου ντέ φυτρών’ τρίχα άλλου (Στο κάψιμο δεν βγαίνει τρίχα άλλη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Ασμ. Κάτω μη καταβείτε, σουγρόπουλος εφύτρωσε, τ’ ανδρειωμένους τρώγει τα (Κάτω μην κατεβείτε, εμφανίστηκε ο τσιγρόπουλος και τρώει τους ανδρειωμένους) Καππ. -Lag. Συνών. γίνομαι :1
3. Τελειώνω, εξαντλούμαι Αξ., Φλογ. : Τα παράγια μ’ φύτρωσαν (Τα λεφτά μου τελείωσαν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μπιτιρντίζω, πληρώνω, γλυτώνω
β. Μτβ., περατώνω, ολοκληρώνω μιά δραστηριότητα ή μιά διαδικασία Αξ., Φλογ. : Τ’ όργο μ’ φύτρωσα το (Τη δουλειά μου την τελείωσα ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το φσ̑αχ το σκολειό φύτρωσεν ντo (Το παιδί τελείωσε το σχολείο ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Φύτρωναν το τραγώδι (Τελείωναν το τραγούδι ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
γ. Πεθαίνω Φλογ.