φύτσης
(ουσ. αρσ.)
φύτσης
[ˈfitsis]
Γούρδ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από μεταγν. ουσ. πύησις = πύον, πυόρροια.
Πυοφύτης, δερματική μολυσματική ασθένεια κυρ. στο κεφάλι των παιδιών