φυλλαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
φυλλαδόκ-κα
[filaˈðok:a]
Φάρασ.
Από το ουσ. φυλλάδα και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Φυλλάδιο με τον ύμνο του Αγ. Βασιλείου.
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025