φυλλαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
φυλλαδόκ-κα
[filaˈðok:a]
Φάρασ.
Από το ουσ. φυλλάδα με παραγωγ. επίθμ. -όκκο/ πληθ. -όκκα.
Στον πληθ., μικρές φυλλάδες όπου έγραφαν τον ύμνο του Άγιου Βασιλείου
Φάρασ.