σάνω
(ρ.)
σάνω
[ˈsano]
Μαλακ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
σ̑άνω
[ˈʃano]
Αξ., Τροχ.
σάνου
[ˈsanu]
Μισθ.
σ̑άνου
[ˈʃanu]
Μισθ., Σεμέντρ.
Παρατατ.
σάνισκα
[ˈsaniska]
Μισθ., Φερτάκ.
σάνισ̑κα
[ˈsaniʃka]
Φλογ.
σ̑άνισ̑κα
[ˈʃaniʃka]
Αραβ., Μισθ., Σεμέντρ.
σ̑άνισκα
[ˈʃaniska]
Μισθ.
σ̑άισ̑κα
[ˈʃaiʃka]
Μισθ.
σάνιξα
[ˈsaniksa]
Μισθ.
σ̑άνιξα
[ˈʃaniksa]
Μισθ.
σ̑άσ̑κα
[ˈʃaʃka]
Αξ.
Αόρ.
έσασα
[ˈesasa]
Σίλ.
Υποτ.
σάσου
[ˈsasu]
Σίλ.
Προστ. Εν.
σάσε
[ˈsase]
Φερτάκ.
Προστ. Εν.
σασέτε
[saˈsete]
Φερτάκ.
Παθ.
σάνουμου
[ˈsanumu]
Σίλ.
Από το νεόρ. ρ. σιάνω (Λεξ. Σομ.), είτε με ουράνωση του [si] είτε με αποβολή του ημιφ. [ç] μεταξύ [s] και φων., το οπ. μεσν. (ἰ)σιάζω = α) επιδιορθώνω, επισκευάζω β) συμβιβάζω, με μεταπλ. σε -νω με βάση το θ. του αορ., το οπ. από το αρχ. ἰσάζω = α) εξισώνω β) εξισορροπώ. Στην Καππαδοκία ο αόρ. του σάνω είναι ο ίδιος με αυτόν του ποιώ.
1. Κάνω, φτιάχνω, παρασκευάζω
ό.π.τ.
:
Τι σάνεις;
(Τι κάνεις;)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Τι σ̑άνεις ουτσ̑ά;
(Τι κάνεις μ' αυτό τον τρόπο;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τι όργου σ̑άνεις;
(Τι δουλειά κάνεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Mαμά σ' σ̑άν' τα
(Η μαμά σου τα κάνει (τα φαγητά))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χελ ημέρα σ̑άνου τα, ανοίζου τα
(Κάθε μέρα το στρώνω, το ξεστρώνω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σάνισκαν κιατσ̑ά τσόδι
(Έφτιαχναν κετσέδες τότε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ'
(Εκκλησία όταν χτίζαμε, στο χωριό ήταν (ακόμη οι) Τσαρικλιώτες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ξέρου ογώ τι σάνιξει ιτό. Ογώ προτού να έρτω τσαγουζού, ρώτ'σα, έμαχα
(Ξέρω εγώ τι έκανε αυτή. Εγώ, προτού να έρθω εδώ, ρώτησα, έμαθα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Απ' ντα πρόγαδα, απ' τα αρνιά, σ̑άνιξαμ' κάπα
(Από τα πρόβατα, από τα αρνιά φτιάχναμε κάπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σ̑άνιξαμ' γιοργάνια
(Φτιάχναμε παπλώματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άισ̑καμ' τραχανάς
(Φτιάχναμε τραχανά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να χαλ τα έσασις στραβά κουτσά;
(Πώς τα έφτιαξες έτσι άσχημα;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
σάνιξαν τσανά άργαδα
(Έκαναν τρελές δουλειές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κόφτειναμ’ αγελάδες, σάνισκαμ’ παστουρμάδες, γιόμ’ζαμ’ σουdζούκα
(Σφάζαμε αγελάδες, φτιάχναμε παστουρμάδες, παραγεμίζαμε σουτζούκια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Σ̑άνω άφ'
(κάνω συγχώρεση˙ συγχωρώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑άνω ισράρ'
(κάνω επιμονή˙ επιμένω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑άνω νακι̂́λ'
(κάνω διήγηση˙ διηγούμαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑άνω γαbούλ'
(Κάνω αποδεκτό˙ Αποδέχομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑άνου κιαλαbούρια
(Κάνω καλαμπούρια˙ Αστειεύομαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου ζ̑άν'
(Κάνω βλάβη˙ Βλάπτω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου ντάνειο
(Κάνω δάνειο˙ Δανείζομαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου σαματά
(Κάνω σαματά˙ Θορυβώ)
-Κοτσαν.
Σ̑άνου δου καbόσο
(Κάνω τον καμπόσο˙ Κάνω τον μάγκα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Με τ' γιαυτού σ' φά' πσ̑έ κι αλiσ̑βiρίσ̑' με σ̑άνεις
(Με τους δικούς σου φάε πιες και δοσοληψίες μην κάνεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ισιάζω, κρούω, ποίκω, φτιάχνω
2. Διαχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι
Αξ.
:
Eσ̑ύ τα πρόβατα τι τα σ̑άνεις και χάνεις τα ούλα;
(Εσύ τα πρόβατα τι τα κάνεις και τα χάνεεις όλα;)
Αξ.
-Dawk.
Τι σάνεις;
(Τι κάνεις;)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Σ̑άνου ντου γιραζίλ'
(Τον κάνω ρεζίλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Σ̑άνω καλά
(κάνω καλά˙ θεραπεύω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑άνω ντο ναίκα μ'
(Την κάνω γυναίκα μου˙ Την παντρεύομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑άνου ντου ένα
(Το φτιάχνω ίδιο˙ Τον εξομοιώνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου σαματά
(Κάνω θόρυβο˙ Θορυβό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου ντου dάρμα νταγούν
(Τον κάνω πάρα πολλά κομμάτια˙ Τον (κατα)κομματιάζω, τον ξεσκίζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου ντου bελίτσ̑α
(Τον κάνω κομμάτια˙ Τον κομματιάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου ντου ντιλίμια
(Τον κάνω κομμάτια˙ Τον κομματιάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνισκα κουμάdo
(Έκανα κουμάντο˙ Κυβερνούσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Δίνω ως αποτέλεσμα (για υπολογισμούς)
Αξ.
:
Σεράνdα σ̑κελίσματα ούτσ̑α και σεράνdα σ̑κελίσματα ούτσ̑α σ̑αν-νε ένα στάμα
(40 βήματα έτσι και 40 βήματα έτσι κάνουν ένα στρέμμα)
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Επαγγέλομαι
Μισθ.
:
Σ̑άν' ντου ντιαρμουτζή
(Κάνει τον σιδερά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
5. Τεκνοποιώ
Μισθ.
:
|| Φρ.
Σ̑άνου φσ̑άχα
(Κάνω παιδιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου αβλάτια
(Κάνω παιδιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου παιτιά
(Κάνω παιδιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
6. Σε περιγραφές του καιρού
Μισθ.
:
Ζέστης σ̑άν' σ̑ήμερα
(Ζέστη κάνει σήμερα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
7. Συμβιβάζω
Σίλ.
:
Σε τα σάσουσ̑ι
(Θα τα συμβιβάσουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
8. Είμαι στην τάδε κατάσταση υγείας
Μισθ.
:
Ναίκα σ' τι σ̑άν'; Καλά είναι;
(Η γυναίκα σου τι κάνει; Καλά είναι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ