σαουλιάζω
(ρ.)
σαουλιάζου
[sauˈʎazu]
Μισθ.
Από το ουσ. σαούλι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αλφαδιάζω
Τροποποιήθηκε: 24/02/2025