σαπλακιά
(ουσ. θηλ.)
σ̑απλαχ̇ιά
[ʃaplaˈxça]
Μισθ., Φλογ.
Από το ουσ. σαπλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Φάπα, σφαλιάρα
:
Να με ταβρήσ' δυό σ̑απλαχ̇ές,
(Να μου τραβήξει δυό σφαλιάρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
σαπλιά