ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπλακιά (ουσ. θηλ.) σαπλακιά [saplaˈca] Αξ. σ̑απλαχ̇ιά [ʃaplaˈxça] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. σ̑απλαχιά [ʃaplaˈça] Αξ. Από το ουσ. σαπλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Φάπα, σφαλιάρα, χαστούκι : Να με ταβρήσ' δυό σ̑απλαχ̇ές (Να μου τραβήξει δυό σφαλιάρες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. σαπλιά
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025