σαπλακιά
(ουσ. θηλ.)
σαπλακιά
[saplaˈca]
Αξ.
σ̑απλαχ̇ιά
[ʃaplaˈxça]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
σ̑απλαχιά
[ʃaplaˈça]
Αξ.
Από το ουσ. σαπλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Φάπα, σφαλιάρα, χαστούκι
:
Να με ταβρήσ' δυό σ̑απλαχ̇ές
(Να μου τραβήξει δυό σφαλιάρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
σαπλιά
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025