ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπλακιά (ουσ. θηλ.) σ̑απλαχ̇ιά [ʃaplaˈxça] Μισθ., Φλογ. Από το ουσ. σαπλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Φάπα, σφαλιάρα : Να με ταβρήσ' δυό σ̑απλαχ̇ές, (Να μου τραβήξει δυό σφαλιάρες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. σαπλιά