σαποντερή
(ουσ. ουδ.)
σαπονdερή
[sapondeˈri]
Μαλακ.
σαπονdερίσ'
[sapondeˈris]
Μισθ.
σαπορόνι
[sapoˈroni]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sabındırık = δοχείο από κασσίτερο ή κέρατο όπου τίθεται σαπουνόνερο ή λινέλαιο για την λίπανση του άξονα της βοϊδάμαξας (THADS, λ. sabındırık), με παρετυμολ. επίδρ. του παραγωγ. επιθμ. -(τ)ερή με το οπ. σχηματίζονται πολλά ουσ. δηλωτικά δοχείων (πβ. αλατερή, χωματερή κ.τ.ο).
Kέρατο βουβαλιού που χρησιμοποιούταν ως δοχείο για το σαπούνι που οι αγρότες έρριχναν στο σημείο όπου ο άξονας του αμαξιού ακουμπούσε στην αλεbούκα (ξύλινο καρφί που χρησίμευε για να συγκρατείται ο άξονας στη θέση του), προκειμένου να μην «καεί" από την τριβή ο άξονας).
Συνών.
γιαγλαγού, Πβ.
σαπουνίστρα