ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαποντερή (ουσ. ουδ.) σαπονdερή [sapondeˈri] Μαλακ. σαπονdερίσ' [sapondeˈris] Μισθ. σαπορόνι [sapoˈroni] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sabındırık = δοχείο από κασσίτερο ή κέρατο όπου τίθεται σαπουνόνερο ή λινέλαιο για την λίπανση του άξονα της βοϊδάμαξας (THADS, λ. sabındırık), με παρετυμολ. επίδρ. του παραγωγ. επιθμ. -(τ)ερή με το οπ. σχηματίζονται πολλά ουσ. δηλωτικά δοχείων (πβ. αλατερή, χωματερή κ.τ.ο).
Kέρατο βουβαλιού που χρησιμοποιούταν ως δοχείο για το σαπούνι που οι αγρότες έρριχναν στο σημείο όπου ο άξονας του αμαξιού ακουμπούσε στην αλεbούκα (ξύλινο καρφί που χρησίμευε για να συγκρατείται ο άξονας στη θέση του), προκειμένου να μην «καεί" από την τριβή ο άξονας).