σαπουντώ
(ρ.)
σαπουdώ
[sapuˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. sapıtmak = παραλογίζομαι, λέω ασυναρτησίες.
Ξεμωραίνομαι
:
Γέρασι, σαπούτσ̑ησι
(Γέρασε, ξεμωράθηκε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6