σαπτουργάν
(επίθ.)
σαπτουργάν
[sapturˈɣan]
Μισθ.
Πιθ. από τον τύπ. μτχ. saptıran του ρ. saptırmak (< παλ. τουρκ. sap- = αλλάζω κατεύθυνση) = αποπροσανατολίζω, διαστρεβλώνω, εκτρέπω. Πβ. λ. σαπτίζω.
Ανισόρροπος