σαποντερίτσα
(ουσ.)
Πληθ.
σαπανdερίτσ̑ες
[sapandeˈritʃes]
Ουλαγ.
Από το ουσ. σαποντερή και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα, προφανώς εξαιτίας κάποιας ομοιότητας στο σχήμα.
Είδος φαγώσιμου χόρτου