ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάρα (ουσ. θηλ.) σάρα ['sara] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sara = επιληψία.
Επιληψία, υστερία ό.π.τ. : 'τουν ντου πιάνιξιν σάρα βγάλλιξιν κιοπιούτσια απ’ του στόμα (Όταν τον έπιανε η υστερία έβγαζε αφρούς από το στόμα) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025