σάρα
(ουσ. θηλ.)
σάρα
['sara]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sara = επιληψία.
Επιληψία, υστερία
ό.π.τ.
:
'τουν ντου πιάνιξιν σάρα βγάλλιξιν κιοπιούτσια απ’ του στόμα
(Όταν τον έπιανε η υστερία έβγαζε αφρούς από το στόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.