ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπούνι (ουσ.) σαπώνι [saˈponi] Τσουχούρ., Φάρασ. σαπών' [saˈpon] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. σαπ͑ούνι [saˈpʰuni] Σίλ. σαπούν' [saˈpun] Αραβαν., Σινασσ. Πληθ. σαπώνε [saˈpone] Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. σαπούνιον (στην σημ. 1), το οπ. από το μεταγν. σαπώνιον, υποκορ. του σάπων. Πβ. και τουρκ. sabun (< αραβ. ṣābūn) = σαπούνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. sapun.
1. Σαπούνι ό.π.τ. : Πήρα τ' χαρανί, πήρα τα ξύλα, κ͑ιρbιτλιί, πήρα νταdί, χαρανί πήρα, κ͑ιλί, σαπ͑ούνι, πήγα, ήψα τα (Πήρα το καζάνι, πήρα τα ξύλα, τα σπίρτα, πήρα δαδί, πήρα το καζάνι, χώμα ειδικό για το πλύσιμο των ρούχων, σαπούνι, πήγα, το άναψα.) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κουdά το σαπούν' οπίσω τ' κι όλο το μέρος γιόμωσε χιόνια και παγούρια (Ριχνεί το σαπούνι πίσω του και όλο το μέρος γέμισε χιόνια και πάγους) Σινασσ. -Αρχέλ. Πήρεν ένα συρίχτρα κι ένα χτέν', ένα σαπών' και ένα μισότρο κωθών' νερό μαγεμένο (Πήρε (μαζί της) μιά σφυρίχτρα κι ένα χτένι, ένα σαπούνι και ένα κύπελλο με μισό λίτρο μαγεμένο νερό) Σινασσ. -Αρχέλ. Πλυναίνουμι τα σ̑έρα μας καό, μο το σαπώνι τσ̑αι μο το ισπίρτο (Πλένουμε καλά τα χέρια μας, με σαπούνι και με οινόπνευμα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ασ' σο Έντεκε ερούτανε σαπώνια, ασ' σο Πρεκόπ' πανιά και qούντουρες (Από την Αντιόχεια έρχονταν σαπούνια, από το Προκόπι υφάσματα και παπούτσια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Σαπουνάδα Μισθ., Σίλ. : Γίντρουσα, γένα 'αν ντου σαπών' (Ίδρωσα, έγινα μούσκεμα, σα σαπουνάδα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ