σαπκαλίκι
(ουσ.)
σ̑απκ͑αλι̂́κ'
[ʃapkhaˈlɯk]
Ουλαγ.
σ̑απκ͑αλι̂́κ͑'
[ʃapkhaˈlɯkʰ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. şapkalık = α) πιλοποιία β) κατάλληλος για την κατασκευή καπέλων.
Πιλοποιία
:
Ιτό το φσ̑άχ' έντεκέν ντο να ντουλέψ̑' το σ̑απκ͑αλι̂́κ͑'
(Αυτό το αγόρι το έβαλε να δουλέψει στην πιλοποιία)
Ουλαγ.
-Dawk.