ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπκαλίκι (ουσ.) σ̑απκ͑αλι̂́κ' [ʃapkhaˈlɯk] Ουλαγ. σ̑απκ͑αλι̂́κ͑' [ʃapkhaˈlɯkʰ] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. şapkalık = α) πιλοποιία β) κατάλληλος για την κατασκευή καπέλων.
Πιλοποιία : Ιτό το φσ̑άχ' έντεκέν ντο να ντουλέψ̑' το σ̑απκ͑αλι̂́κ͑' (Αυτό το αγόρι το έβαλε να δουλέψει στην πιλοποιία) Ουλαγ. -Dawk.