σαπάς
(επίθ.)
σαπάς
[saˈpas]
Φάρασ.
σαπ͑άς
[saˈpʰas]
Φάρασ.
σαπά
[saˈpa]
Δίλ.
Από το τουρκ. επίθ. sapa = α) απόμερος β) ύπουλος.
Απόμερος, απομονωμένος
ό.π.τ.
:
Σαπάς τόπους
(Απόμερος τόπος)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Μουχώναμ’ το σ’ ένα σαπά τόπος
(Το θάβαμε σε ένα απόμερο τόπο, ενν. το ύστερο της λεχώνας)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887