σάπι
(ουσ. ουδ.)
σάπιν
[ˈsapin]
Σίλ.
Πληθ.
σάπια
[ˈsapça]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. sap = α) λαβή β) καλάμι γ) βλαστός δ) στειλιάρι.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025