ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάπι (ουσ. ουδ.) σάπιν [ˈsapin] Σίλ. Πληθ. σάπια [ˈsapça] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. sap = α) λαβή β) καλάμι γ) βλαστός δ) στειλιάρι.
Κοτσάνι ό.π.τ. : Απιριού του σάπιν ντου (Του αχλαδιού το κοτσάνι) Σίλ. -Κωστ.Σ.