σάπι
(ουσ. ουδ.)
σάπιν
[ˈsapin]
Σίλ.
Πληθ.
σάπια
[ˈsapça]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. sap = α) λαβή β) καλάμι γ) βλαστός δ) στειλιάρι.
Κοτσάνι
ό.π.τ.
:
Απιριού του σάπιν ντου
(Του αχλαδιού το κοτσάνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.