ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαραμπόλ (ουσ. ουδ.) σ̑αραbόλ [ʃaraˈbol] Αξ. σ̑αραμπολί [ʃaraboˈli] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. şarampol (< ουγγρ. sorompó = φράκτης). Πβ. και νεότ. σαραμπόβι (πβ. Δαποντ. Δακ. ἐφ. 25.9.13 «Τὸ Διμισβάρι τὸ ἐπεριτριγύρισαν μὲ δύο χανδάκια, καὶ διπλᾶ σαραμπόβια, τὰ ὁποῖα ἐγέμισαν νερόν»).
Μικρό αυλάκι ό.π.τ. : Xέκι ντου λερό σου σ̑αραμπολί (Βάλε το νερό στο αυλάκι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αυλάκι